αδαμαντίνη

αδαμαντίνη
Η ουσία που αποτελεί την εξωτερική στιβάδα του δοντιού. Αποτελείται κατά 96% από ανόργανα συστατικά, κυρίως υδροξυλαπατίτη, ανθρακικό ασβέστιο, μαγνήσιο και φθόριο, πράγμα που την κάνει τη σκληρότερη ουσία του οργανισμού. Ουσιαστικά πρόκειται για πρίσματα με ελάχιστο βάρος και πάχος, που έχουν προσανατολισμό από το εσωτερικό όριο της α. προς την επιφάνεια του δοντιού. Τα πρίσματα φτιάχνονται από ειδικά κύτταρα, τους αδαμαντοβλάστες, που προέρχονται εμβρυολογικά από το επιθήλιο της στοματικής κοιλότητας. Επειδή οι αδαμαντοβλάστες καταστρέφονται, η α. σταματάει να μεγαλώνει και δεν αναγεννάται αν καταστραφεί.
* * *
η Ιατρ.
ο σκληρότρος ιστός τού σώματος, που καλύπτει μέρος ή ολόκληρη τη μύλη των δοντιών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αδαμαντίνη — η σκληρή και γυαλιστερή ουσία που περιβάλλει τα δόντια, σμάλτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀδαμαντίνη — ἀδαμάντινος adamantine fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδαμαντίνῃ — ἀδαμάντινος adamantine fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Liste des prénoms grecs — Sommaire 1 Origine des prénoms grecs 2 Attribution des prénoms 3 Fêtes 4 Transcription et translittération …   Wikipédia en Français

  • αδαμαντοπέδιλος — ἀδαμαντοπέδιλος, ον (Α) αυτός που στηρίζεται σε αδαμάντινη, σε ατσαλένια (δηλαδή σταθερή) βάση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδάμας + πέδιλον] …   Dictionary of Greek

  • διαμάντι — Ορυκτό που αποτελείται αποκλειστικά από άνθρακα κρυσταλλωμένο στο κυβικό ή μονομετρικό σύστημα. Στην καθαρή του μορφή είναι άχρωμο. Η τυχαία παρουσία ξένων ουσιών τού προσδίδει ελαφρές ή έντονες αποχρώσεις, οι οποίες ελαττώνουν ή αυξάνουν την… …   Dictionary of Greek

  • δοντιά — Όργανα της στοματικής κοιλότητας που ανήκουν στο πεπτικό σύστημα και εκτελούν την τομή και τη σύνθλιψη των στερεών τροφών. Μολονότι τα δ. αποτελούν χαρακτηριστικό στοιχείο των σπονδυλοζώων, μπορεί να ατροφήσουν και σε αυτά τα ζώα, οπότε… …   Dictionary of Greek

  • ζιρκόνιο — Ορυκτό, πυριτικό άλας του ζιρκονίου με χημικό τύπο ZrSiO4. Ανήκει στην ομάδα των πυριτικών ορυκτών, κρυσταλλώνεται στην ολοεδρία του τετραγωνικού συστήματος, με στηλοειδή μορφή και με πυραμίδες. Συνήθως, το χρώμα του είναι καστανό ή καστανέρυθρο …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρόφωνο — Συσκευή που χρησιμοποιείται για την ανάγνωση την ενίσχυση και την αναπαραγωγή των ήχων που έχουν αποτυπωθεί σε δίσκους βινυλίου. Το η. αποτελείται βασικά από έναν κινητήρα για την περιστροφή του δίσκου, σύστημα βραχίονα και κεφαλής με μεταλλική ή …   Dictionary of Greek

  • μαλαχίτης — Ορυκτό του χαλκού, με χημική σύσταση CuCO3·Cu(OΗ)2. Ο μ. ανήκει στην ομάδα των ανθρακικών ορυκτών, κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα και οι κρύσταλλοί του είναι σπάνιοι, λεπτοί, επιμήκεις πρισματικοί και συχνότερα βελονοειδείς. Σχηματίζει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”